- στενογράφος
- ο , η стенографист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενογράφος — ο, η, Ν αυτός που γνωρίζει στενογραφία και, ιδίως, αυτός που ασκεί τη στενογραφία ως επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
στενογράφος — ο, η αυτός που, καθ’ υπαγόρευση συνήθως, γράφει ένα κείμενο με σύμβολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
σημειογράφος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει τού κώδικα τής σήμανσης με βραχίονες μσν. αρχ. αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + γράφος*] … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
ταχυγράφος — ο, η / ταχυγράφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γράφει γρήγορα νεοελλ. ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γράφος*] … Dictionary of Greek
υπομνηματιστής — ο / ὑπομνηματιστής, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] συντάκτης ερμηνευτικών σημειώσεων, σχολιαστής μσν. αρχ. στενογράφος αρχ. 1. αυτός που δηλώνει κάτι δημοσίως 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπόμνημα λέγων» … Dictionary of Greek
Μηλιαράκης, Αντώνιος — (Αθήνα 1841 – 1905). Ιστορικός και γεωγράφος. Καταγόταν από την Κρήτη, αλλά έζησε στην Αθήνα. Το 1862 έγινε στενογράφος της Εθνικής Συνέλευσης θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1904. Παράλληλα ασχολήθηκε και με γεωγραφικές έρευνες και το 1874… … Dictionary of Greek
ταχυγράφος — ο, η 1. αυτός που γράφει γρήγορα. 2. στενογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)